- μπουκαδούρα
- και μποκαδούρα, ηναυτ. άνεμος που πνέει από τα στόμια τών κόλπων ή τών λιμανιών με κατεύθυνση προς τον μυχό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. boccatura < ιταλ. bocca «στόμα» < bucca «στόμα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπουκαδούρα — η ο άνεμος «εγκολπίας», ο άνεμος που από το ανοιχτό πέλαγος πνέει προς κάποιον κόλπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κορφιάς — ο [κορφή] 1. το κορυφαίο οριζόντιο δοκάρι τής στέγης, η κορυφαία δοκός 2. ναυτ. κοινή ονομασία τού ανέμου που φυσάει σε έναν κόλπο από το άνοιγμα προς το εσωτερικό του, αλλ. μπάτης ή μπουκαδούρα … Dictionary of Greek
μποκαδούρα — η βλ. μπουκαδούρα … Dictionary of Greek
επιστόμιο — το 1. ό,τι προσαρμόζεται στο στόμιο αγγείου ή σωλήνα, είτε ως βούλωμα ή βρύση είτε για καλλωπισμό είτε για άλλο πρακτικό σκοπό. 2. το ακριανό μέρος πνευστού μουσικού οργάνου, τσιγάρου, πίπας κτλ., που μπαίνει στο στόμα, η μπουκαδούρα. 3. (μηχ.),… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)